- δύσνοστος
- δύσνοστος, ο (Α)1. δύσκολη, θλιβερή επιστροφή2. αυτός (ο τόπος απ' όπου δεν μπορεί να επιστρέψει κανείς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δύσνοστον — δύσνοστος that is no return masc/fem acc sg δύσνοστος that is no return neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νόστος — ο (Α νόστος) επιστροφή ξενιτεμένου στην πατρίδα, παλινόστηση («Ὀδυσσεὺς ὤλεσε τηλοῡ νόστον Ἀχαιΐδος», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (γενικά) επάνοδος 2. ταξίδι, πλους 3. (για σιτάρι) σοδειά, συγκομιδή 4. (για φαγητό) νοστιμιά 5. (το αρσ. ως κύριο όν.) Νόστοι… … Dictionary of Greek